- αγροίκος
- -ο και άγροικος, -η, -ο (AM ἀγροῑκος, -ον)1. απολίτιστος, ακαλλιέργητος, άξεστος, τραχύς στη συμπεριφορά2. ανόητοςνεοελλ.άπειρος, αμαθήςμσν.ειλικρινής, απονήρευτος, απλοϊκόςαρχ.1. αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο, στους αγρούς2. (για πρόσωπα) αγρότης, χωρικός3. χωριάτικος, αγροτικός4. (για τόπο) ο ακαλλιέργητος, ο άγριος («ὄρος ἄγροικον»)5. (για φρούτα) ο μη εκλεκτός, ο κοινός6. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἄγροικοιοι γεώμοροι*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + οἰκῶ.ΠΑΡ. ἀγροικία (Ι)αρχ.ἀγροικίζομαι, ἀγροικικόςμσν.ἀγροικώδηςνεοελλ.αγροικώ.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγροικοστομῶ].
Dictionary of Greek. 2013.